Μακροχρόνια χρήση ασπιρίνης ή μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος
Επιμέλεια: Χριστίνα Λιάβα, Επιστημονικός Συνεργάτης Α.Π.Θ. , Ευάγγελος Ακριβιάδης, Καθηγητής Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας Α.Π.Θ., Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
Πηγή: Khalaf N, Yuan C, Hamada T et al. Regular Use of Aspirin or Non-Aspirin Nonsteroidal Anti-Inflammatory Drugs Is Not Associated With Risk of Incident Pancreatic Cancer in Two Large Cohort Studies. Gastroenterology 2018; 154: 1380-1390.
Ο καρκίνος του παγκρέατος αποτελεί την τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ). Η χειρουργική θεραπεία εξακολουθεί να αποτελεί τη μοναδική προσέγγιση για ριζική αντιμετώπιση της νόσου. Ωστόσο, οι περισσότεροι ασθενείς όταν διαγιγνώσκονται με καρκίνο του παγκρέατος βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο με συνέπεια να αποκλείεται η πιθανότητα χειρουργικής εξαίρεσης. Για τον λόγο αυτό, παράγοντες χημειοπροφύλαξης και μέθοδοι πρώιμης διάγνωσης της νόσου μπορούν να αποτελέσουν εξαιρετικά χρήσιμα μέσα στην αντιμετώπιση του προβλήματος, συμβάλλοντας στη μείωση της θνητότητας κυρίως σε πληθυσμούς αυξημένου κινδύνου, όπως ασθενείς με πρωτοεμφανιζόμενο σακχαρώδη διαβήτη, κληρονομική προδιάθεση ή κυστικά νεοπλάσματα του παγκρέατος. Η ασπιρίνη, ως μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, χρησιμοποιείται κυρίως για την πρόληψη και θεραπεία καρδιαγγειακών παθήσεων, ωστόσο η μακροχρόνια χρήση αυτής μειώνει επίσης το συνολικό κίνδυνο θνητότητας από καρκίνο. Παρομοίως, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) εκτός της ασπιρίνης, που χρησιμοποιούνται συχνά ως αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη, ελαττώνουν τον κίνδυνο θανάτου από ορισμένους τύπους καρκίνου. Μελέτες in vitro και σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η ασπιρίνη όπως και τα άλλα ΜΣΑΦ μειώνουν την παγκρεατική καρκινογένεση, παρόλο που αντίστοιχες μελέτες σε ανθρώπους κατέληξαν σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Διαφορές μεταξύ των μελετών σχετικά με την έκθεση σε παράγοντες κινδύνου, τις στατιστικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στις επιμέρους αναλύσεις, όπως και τα μέτρια σε μέγεθος δείγματα και το μικρό χρονικό διάστημα παρακολούθησης, αποτελούν παράγοντες που καθιστούν αναγκαία την περαιτέρω διερεύνηση της επίδρασης της μακροχρόνιας χρήσης ασπιρίνης και άλλων ΜΣΑΦ στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος. Προκειμένου αυτό να εξετασθεί, διεξήχθη μεγάλη προοπτική μελέτη κατά την οποία συνελέγησαν δεδομένα από δύο κοόρτες, μέσω ηλεκτρονικής αποστολής ερωτηματολογίων που περιελάμβαναν ερωτήσεις σχετικά με τα δημογραφικά στοιχεία των ασθενών, ιστορικό παθήσεων και λήψης φαρμάκων, κοινωνικό και οικογενειακό ιστορικό όπως και διάγνωση καρκίνων. Η πρώτη κοόρτη περιέλαβε άνδρες επαγγελματίες υγείας ενταγμένους σε ηλικία 40-75 ετών, με διάστημα παρακολούθησης από το 1986 έως το 2012 και η δεύτερη γυναίκες νοσηλεύτριες ενταγμένες σε ηλικία 30-55 ετών, με διάστημα παρακολούθησης από το 1980 έως το 2012.
Η μακροχρόνια χρήση ασπιρίνης ορίσθηκε ως λήψη αυτής στη συνηθισμένη ή σε χαμηλότερη δόση τουλάχιστον δύο φορές εβδομαδιαίως και κατ΄ αντιστοιχία ορίσθηκαν και οι μακροχρόνιοι λήπτες ΜΣΑΦ. Επίσης, η έκθεση στην ασπιρίνη ή στα άλλα ΜΣΑΦ ταξινομήθηκε σε κατηγορίες ανάλογα με το χρονικό διάστημα λήψης αυτών, ώστε να μελετηθεί η επίδραση αυτού στην εμφάνιση καρκίνου του παγκρέατος. Επιπλέον, σε άλλη σχετική μελέτη που αφορούσε 3 μεγάλες προοπτικές κοόρτες (τις προαναφερθείσες καθώς και μία κοόρτη που περιέλαβε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες) διερευνήθηκε η πιθανή επίδραση των επιπέδων σαλικυλουρικού οξέος (κύριος μεταβολίτης της ασπιρίνης) στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος.
Συνολικά μελετήθηκαν 141.940 άτομα κυρίως λευκής φυλής (95%) με μέσο όρο ηλικίας τα 50 έτη. Περίπου 32% αυτών ταξινομήθηκαν ως μακροχρόνιοι χρήστες ασπιρίνης. Διαγνώστηκαν 1.122 περιπτώσεις παγκρεατικού καρκίνου σε διάστημα 4 εκατομμύρια ανθρωπο-έτη παρακολούθησης. Συγκρίνοντας τις δύο ομάδες μεταξύ τους προέκυψε ότι οι μακροχρόνιοι λήπτες ασπιρίνης έκαναν συχνότερα χρήση πολυβιταμινούχων σκευασμάτων (42% έναντι 32%), ελάμβαναν άλλα ΜΣΑΦ (31% έναντι 20%) και ήταν μη-καπνιστές (41% έναντι 45%). Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι η μακροχρόνια χρήση ασπιρίνης ή άλλων ΜΣΑΦ σε διάστημα παρακολούθησης που ξεπέρασε τα 25 έτη δεν επηρέαζε τον κίνδυνο εμφάνισης παγκρεατικού αδενοκαρκινώματος. Ωστόσο, μεταξύ των 1.122 περιπτώσεων 212 (19%) ασθενείς έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ (ΣΔ ΙΙ). Από την ανάλυση της υπο-ομάδας αυτής προέκυψε ότι ασθενείς με μακροχρόνια λήψη ασπιρίνης και ΣΔ ΙΙ παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης παγκρεατικού καρκίνου κατά 30%. Επιπλέον, η μείωση του κινδύνου ήταν ακόμη μεγαλύτερη (κατά 42%) σε διαβητικούς ασθενείς με σοβαρότερη μορφή ΣΔ ΙΙ και υψηλότερα ΕDIP score (Empirical dietary inflammatory pattern). Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ευεργετική δράση της ασπιρίνης στην παγκρεατική καρκινογένεση σε έδαφος υπεργλυκαιμίας και αυξημένης διέγερσης της συστηματικής φλεγμονής. Τέλος, από την επιμέρους ανάλυση φάνηκε ότι τα επίπεδα του μεταβολίτη της ασπιρίνης (σαλικυλουρικό οξύ) δεν σχετίζονται με την ελάττωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του παγκρέατος.
Συμπερασματικά, από τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης σε μεγάλο μέγεθος δείγματος πληθυσμού από τις ΗΠΑ προκύπτει προς το παρόν ότι η μακροχρόνια χρήση ασπιρίνης ή/και άλλων ΜΣΑΦ δεν επηρεάζει γενικώς τον κίνδυνο εμφάνισης αδενοκαρκινώματος του παγκρέατος, εκτός από ασθενείς με ιστορικό ΣΔ ΙΙ στους οποίους ο κίνδυνος ελαττώνεται σημαντικά από 30% έως και 42%.
