Κατανάλωση αλκοόλης και κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος
Επιμέλεια: Χριστίνα Λιάβα, Επιστημονικός Συνεργάτης Α.Π.Θ. , Ευάγγελος Ακριβιάδης, Καθηγητής Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας Α.Π.Θ., Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Πηγή: VanWagner LB, Ning H, Allen NB et al. Alcohol Use and Cardiovascular Disease Risk in Patients With Nonalcoholic Fatty Liver Disease. Gastroenterology 2017; 153: 1260-1272.
Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (ΜΑΛΝΗ) τείνει να αποτελέσει τη συχνότερη ηπατοπάθεια στον Δυτικό κόσμο. Προσβάλλει πάνω από το 35% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και χαρακτηρίζεται από υψηλή νοσηρότητα και θνητότητα, λόγω συνοδών καρδιαγγειακών παθήσεων. Ενδιαφέρον προκάλεσαν στην επιστημονική κοινότητα τα αποτελέσματα μεγάλων επιδημιολογικών μελετών που έδειξαν ότι η μετρίου βαθμού κατανάλωση αλκοόλης, συγκρινόμενη με την πλήρη αποχή από αυτή, σχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά θνητότητας από καρδιαγγειακά επεισόδια, ειδικότερα σε μεσήλικες και ηλικιωμένους ασθενείς. Η συσχέτιση αυτή υποδηλώνει την ευεργετική επίδραση της αλκοόλης σε πάσχοντες από στεφανιαία νόσο, αγγειακά εγκεφαλικά και σακχαρώδη διαβήτη μέσω μηχανισμού βελτίωσης της ευαισθησίας στην ινσουλίνη. Δεδομένου ότι οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου ασθενών με ΜΑΛΝΗ, προκύπτει ευλόγως το ερώτημα μήπως οι ασθενείς αυτοί ευεργετούνται από την κατανάλωση αλκοόλης.
Προκειμένου αυτό να εξετασθεί, διεξήχθη μεγάλη πληθυσμιακή μελέτη ορισμένης χρονικής στιγμής, με σκοπό να διερευνηθεί η επίδραση της αλκοόλης στον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων όπως και υπάρχουσας υποκλινικής καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με ΜΑΛΝΗ. Μελετήθηκαν τα δεδομένα από μακροχρόνια μελέτη μεγάλης κοόρτης (σύνολο 5.115 άτομα) κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου σε νεαρούς ενήλικες, λευκής και μαύρης φυλής, 18 έως 30 ετών, από 4 διαφορετικές πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, τα οποία συνελέγησαν κατά τα έτη 1985 και 1986. Καταγραφή της κατανάλωσης αλκοόλης πραγματοποιήθηκε κατά την είσοδο στη μελέτη, μετά από 15, 20 και 25 χρόνια, αντιστοίχως. Ως καταναλωτές αλκοόλης ορίσθηκαν άνδρες με κατανάλωση οποιασδήποτε μορφής σε ποσότητα από 1 έως 21 ποτά την εβδομάδα και γυναίκες με κατανάλωση από 1 έως 14 ποτά την εβδομάδα. Ως μη-καταναλωτές ορίσθηκαν άτομα χωρίς καμία αναφορά κατανάλωσης αλκοόλης. Μετά από 25 χρόνια παρακολούθησης, οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε αξονική τομογραφία θώρακος και κοιλίας, όπως και υπερηχοκαρδιογράφημα Doppler. Η διάγνωση της ΜΑΛΝΗ στηρίχθηκε στην αξονική τομογραφία (καταστολή σήματος < 51 HU) και στον αποκλεισμό άλλων δευτεροπαθών αιτιών λιπώδους διήθησης του ήπατος, ενώ η διάγνωση της αθηροσκλήρωσης των στεφανιαίων αρτηριών στηρίχθηκε στο Agatston score >0.
Συνολικά μελετήθηκαν προοπτικά 570 ασθενείς με ΜΑΛΝΗ, από τους οποίους 332 ασθενείς (58,2%) ταξινομήθηκαν ως καταναλωτές αλκοόλης και 238 ως μη-καταναλωτές. Συγκρίνοντας τις δύο ομάδες μεταξύ τους, οι μη-καταναλωτές σε σχέση με τους καταναλωτές εμφάνιζαν μεγαλύτερες τιμές του δείκτη μάζας σώματος (37,3 έναντι 34,4 kg/m2) και C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (6,1 έναντι 4,2 mg/L), μεγαλύτερα ποσοστά σακχαρώδους διαβήτη (37,4% έναντι 22,6%), παχυσαρκίας (82,5% έναντι 74,5%), μεταβολικού συνδρόμου (66% έναντι 55%) ενώ ελάμβαναν συχνότερα αντιυπερτασικά φάρμακα (46% έναντι 34,6%). Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι η κατανάλωση αλκοόλης σε ασθενείς με ΜΑΛΝΗ δεν σχετίζεται με ευεργετική επίδραση στο καρδιολογικό προφίλ των ασθενών αυτών, αλλά ούτε και με χαμηλότερα ποσοστά υποκλινικής στεφανιαίας νόσου ή δεικτών καρδιακής δυσλειτουργίας, λαμβάνοντας υπόψιν διάφορους συγχυτικούς παράγοντες και αποκλείοντας περιπτώσεις αναφερόμενου «binge drinking». Παρόλα αυτά, η κατανάλωση αλκοόλης σε ασθενείς με ΜΑΛΝΗ φάνηκε να σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα με τις τιμές της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, σχέση η οποία παρέμεινε στατικώς σημαντική ανεξάρτητα από διάφορους παράγοντες (P< 0.02).
Ωστόσο, στην παρούσα έρευνα δεν μελετήθηκε η θνητότητα από καρδιαγγειακά επεισόδια και η μακροχρόνια επίδραση της αλκοόλης στη δομή και λειτουργία του μυοκαρδίου, όπως και στη διαδικασία της αθηροσκλήρωσης, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειμμα ως προς την ανάλυση των παραγόντων αυτών. Από την άλλη πλευρά, στη βιβλιογραφία υπάρχουν μελέτες όπου αναδεικνύεται η θετική επίδραση της αλκοόλης στα καρδιαγγειακά νοσήματα. Συγκεκριμένα, η μελέτη των Sinn και συν έδειξε ότι ασθενείς με ΜΑΛΝΗ που κατανάλωναν αλκοόλη, είχαν μικρότερη πιθανότητα παρουσίας αθηρωματικών πλακών στις καρωτίδες, όπως και στένωσης του αυλού αυτών συγκριτικά με τους μη-καταναλωτές. Μια άλλη μελέτη των Hajifathalian και συν έδειξε ότι η μέτρια κατανάλωση αλκοόλης (< 1,5 ποτά ημερησίως) σχετίζεται με ελαττωμένο κίνδυνο θνητότητας σε ασθενείς με ΜΑΛΝΗ (HR 0,64, CI 0,42-0,97, P< 0,04), ενώ η σοβαρού βαθμού κατανάλωση (> 1,5 ποτά ημερησίως) σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου (HR 1,45, CI 1,01-2,19, P< 0,05). Επίσης, σε μια πρόσφατη μετα-ανάλυση, η μικρή έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλης σχετίστηκε με μείωση του επιπολασμού της ΜΑΛΝΗ σχεδόν κατά 31 %.
Συμπερασματικά λοιπόν, απαιτούνται επιπρόσθετες μακροχρόνιες προοπτικές μελέτες, ώστε να διερευνηθεί περαιτέρω κατά πόσο η κατανάλωση αλκοόλης σε ποσότητα και είδος επηρεάζει τα καρδιαγγειακά επεισόδια, όπως επίσης και τα ιστολογικά ευρήματα σε ασθενείς με ΜΑΛΝΗ. Από τα αποτελέσματα όμως της παρούσας μελέτης προκύπτει προς το παρόν, ότι η κατανάλωση αλκοόλης δεν μπορεί να συστηθεί ως μέτρο αποφυγής εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβάντων σε ασθενείς με ΜΑΛΝΗ.
