Δυσανεξία στη λακτόζη: μία όχι και τόσο εύκολη διάγνωση
Τα συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη είναι η διάρροια, το κοιλιακό άλγος, οι βορβορυγμοί, ο μετεωρισμός και η αποβολή αερίων που συνοδεύουν την κατανάλωση γαλακτοκομικών προιόντων.
Αιτία είναι η μειωμένη δραστηριότητα της λακτάσης, του ενζύμου δηλαδή που διασπά την λακτόζη. Εντούτοις, η δυσανεξία στα γαλακτοκομικά προιόντα δεν είναι πάντα αποτέλεσμα ανεπάρκειας της λακτάσης όπως θα δούμε παρακάτω.
Η δυσαπορρόφηση της λακτόζης μπορεί να είναι:
Πρωτοπαθής: Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει κατά βάση μειωμένη παραγωγή ή δραστηριότητα λακτάσης η οποία με τη σειρά της μπορεί να οφείλεται σε:
Φυλετικούς ή εθνικούς παράγοντες: Η φυλή, το γεωγραφικό πλάτος, το κατά πόσο ένας λαός έχει αναπτύξει την κτηνοτροφία (κατά συνέπεια καταναλώνει από μικρή ηλικία γαλακτοκομικά) και οι γενετικοί πολυμορφισμοί είναι όλοι παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή και την δραστηριότητα της λακτάσης.
Πρόωρη γέννηση δεδομένου ότι η δραστηριότητα της λακτάσης αναπτύσσεται στις τελευταίες εβδομάδες της κύησης.
Συγγενή ανεπάρκεια λακτάσης.
Δευτεροπαθής: Όταν η ανεπάρκεια λακτάσης και η δυσαπορρόφηση της λακτόζης οφείλονται σε επίκτητους παράγοντες όπως:
Βακτηριακή υπερανάπτυξη στο λεπτό έντερο
Λοιμώξεις του λεπτού εντέρου
Βλεννογονικές βλάβες του λεπτού εντέρου από κοιλιοκάκη, νόσο Crohn, φάρμακα ή ακτινοβολίες.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι υπάρχει πλειάδα καταστάσεων που οδηγούν σε δυσαπορρόφηση της λακτόζης εκτός από την ανεπάρκεια της λακτάσης αυτή καθ’εαυτή. Επιπλέον, υπάρχει ποικιλομορφία στην ένταση και τον τρόπο παρουσίασης των συμπτωμάτων μετά από κατανάλωση γαλακτοκομικών που εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του ασθενή, την ποσότητα και τον ρυθμό κατανάλωσης των γαλακτοκομικών, την σύσταση των γευμάτων, την περιεκτικότητα τους σε λίπος, τον ρυθμό της γαστρικής κένωσης κ.ά.
Την κατάσταση έρχεται να περιπλέξει ακόμα περισσότερο η υψηλή επικάλυψη των συμπτωμάτων με αυτά του συνδρόμου ευερεθίστου εντέρου το οποίο συχνά επιδεινώνεται μετά από κατανάλωση γαλακτοκομικών, η επιρροή ψυχολογικών παραγόντων και η περίπτωσης δυσπεψίας έναντι άλλων υδατανθράκων όπως είναι η φρουκτόζη, η σορβιτόλη και οι τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ίνες.
Για τους λόγους αυτούς, η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ και να αποδίδεται μόνο στους ασθενείς εκείνους στους οποίους έχει τεκμηριωθεί μέσω δοκιμασιών όπως:
Τέστ δυσαπορρόφησης της λακτόζης μέσω παρακολούθησης της αύξησης της γλυκαιμίας
Τέστ αναπνοής με μέτρηση του εκπνεόμενου Η2 μετά από χορήγηση λακτόζης
Γενετικός έλεγχος για πρωτοπαθή δυσαπορρόφηση λακτόζης
Σε γενικές γραμμές όταν οι παραπάνω δοκιμασίες αποβούν αρνητικές τότε τα συμπτώματα του ασθενούς πρέπει να αποδοθούν σε κάτι άλλο. Σε περίπτωση θετικής δοκιμασίας πρέπει να γίνει περαιτέρω διερεύνηση μετά από καλή λήψη ιστορικού, κλινικό-εργαστηριακό έλεγχο και ενδεχομένως ενδοσκοπικό έλεγχο με λήψη βιοψιών για να διαγνωσθούν ή να αποκλειστούν παθήσεις που οδηγούν σε δευτεροπαθή δυσαπορρόφηση. Εάν κάτι τέτοιο δεν προκύψει, τότε θεωρούμε ότι πρόκειται για πρωτοπαθή δυσαπορρόφηση λακτόζης λόγω ανεπάρκειας λακτάσης και αυτοί είναι οι ασθενείς στους οποίους μπορεί να αποδοθεί η διάγνωση “δυσανεξία στη λακτόζη”.
Τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε μια τέτοια περίπτωση είναι τα εξής:
Περιορισμός της πρόσληψης λακτόζης με τη διατροφή. Το γάλα και το παγωτό είναι μακράν οι σπουδαιότερες πηγές. Το τυρί περιέχει πολύ μικρότερες ποσότητες. Ο ασθενής πρέπει να μάθει να διαβάζει τις ετικέτες των προιόντων για κρυμμένες πηγές λακτόζης. Συνήθως ο πλήρης περιορισμός κρατάει λίγο μέχρι να επιβεβαιωθεί η διάγνωση (5-7 μέρες) και εν συνεχεία η λακτόζη ξαναμπαίνει στη διατροφή σε μικρές ποσότητες σταδιακά μέχρι να αρχίσουν να αναπτύσσονται συμπτώματα.
Λήψη σκευασμάτων λακτάσης με τη μορφή σταγόνων που προστίθενται στο γάλα ή χαπιών που λαμβάνονται μαζί με τις τροφές που περιέχουν λακτόζη.
Κατανάλωση προβιοτικών που περιέχουν λακτάση.
Παρακολούθηση των επιπέδων ασβεστίου και βιταμίνης D από τον θεράποντα και χορήγησή τους όταν είναι αναγκαίο.